σπληνίσκος

σπληνίσκος
σπλην-ίσκος, , Dim. of
A

σπληνίον 1

, Hp.Morb.2.18:—also [full] σπληνίσκον, τό, Michel 832.24, al. (Samos, iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπληνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκος — ὁ, Α μικρός επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνίσκους — σπληνίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] ο σπληνίσκος* …   Dictionary of Greek

  • σπληνίσκον — neut nom/voc/acc sg σπληνίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκου — σπληνίσκον neut gen sg σπληνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκῳ — σπληνίσκον neut dat sg σπληνίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”